ακρωτήριο

ακρωτήριο
Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι αρχαίοι Έλληνες στην κορυφή των οικοδομημάτων, επάνω στις γωνίες των αετωμάτων. Στους ναούς του 7ου και του 6ου αι. π.Χ. το κεντρικό α. ήταν δίσκος από οπτή γη με γεωμετρικά σχέδια· το α. του Ηραίου της Ολυμπίας είχε διάμετρο 2 μ. Τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. χρησιμοποιούνται πήλινες και μαρμάρινες ολόγλυφες μορφές: σφίγγες, λέοντες, Νίκες, ο Δίας και ο Γανυμήδης, ο Βορέας και η Ωρείθυια, Ηώς και Κέφαλος, ιππείς, ενώ στα πλαϊνά α. υπάρχουν έλικες και αργότερα γρύπες, άρπυιες, σειρήνες, και στον ναό του Δία στην Ολυμπία επίχρυσοι λέβητες, έργο του Παιωνίου. Τον 5ο αι. π.Χ. αρχίζει να εμφανίζεται ο τύπος α. με στήλες ακάνθου, με ανθέμια και διάτρητες διακοσμήσεις, όπως στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα και στον Παρθενώνα· ο τύπος αυτός διαδίδεται ολοένα περισσότερο έως την ελληνιστική περίοδο. Οι Ετρούσκοι μερικές φορές χρησιμοποιούσαν ολόκληρα συμπλέγματα από οπτή γη, για α. Οι Ρωμαίοι έβαζαν χάλκινα τέθριππα και άμαξες στο κέντρο και μορφές Νικών στα άκρα. Μορφές πολεμιστών, ακρωτήριο του 6ου αι. π.Χ. από τον λεγόμενο ναό του Ερμή, κοντά στην Τσίβιτα Καστελάνα του Λατίου.
* * *
και ακρωτήρι, το (Α ἀκρωτήριον)
1. τμήμα ξηράς, που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα (κν. κάβος, πούντα)
2. (Αρχιτ.) διακοσμητικό αετώματος, ανθέμιο, γλυπτό κ.λπ.
αρχ.
1. κάθε ψηλό ή προεξέχον μέρος, κορυφή
2. πληθ. τὰ ἀκρωτήρια
τα άκρα τού σώματος (χέρια, πόδια κ.λπ.)
3. τέλος, άκρη οποιουδήποτε πράγματος
4. αέτωμα
5. φρ. «ἀκρωτήρια νεός», ακρόπρωρο, ακροφίγουρο
«τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης», τα φτερά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το πιθανότερο είναι να προέρχεται η λ. απ' ευθείας από το επίθ, ἄκρος + παραγωγ. κατάλ. -τήριον* χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσου τ., πρβλ. δεσμός: (δεσμώτης): δεσμωτήριον.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριάζω
μσν.
ἀκρωτηριώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακρωτήριο — ακρωτήριο, το και ακρωτήρι, το 1. στενή γλώσσα στεριάς που εισχωρεί στη θάλασσα, κάβος, πούντα: Το Ταίναρο είναι το νοτιότερο ακρωτήριο της Ευρώπης. 2. (αρχιτ.), καθένα από τα στολίδια ή αγάλματα στις τρεις γωνίες του αετώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλής Ελπίδας, Ακρωτήριο — (Cape of Good Hope). Ακρωτήριο της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που σχηματίζεται από τις νοτιοδυτικές ακτές της επαρχίας Κέιπ Πρόβινς και απέχει 48 χλμ. από την πόλη Κέιπ Τάουν. Το ακρωτήριο αυτό παρέπλευσε πρώτος το 1488 ο Μπαρτολομέο Ντιάζ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Πράσινο Ακρωτήριο — Συγκρότημα νησιών στις δυτικές ακτές της Αφρικής, δυτικά της Σενεγάλης.Tο αρχιπέλαγος του Πράσινου Aκρωτηρίου είναι μια πρώην αποικιακή κτήση της Πορτογαλίας με το όνομα Nησιά του Πράσινου Aκρωτηρίου, στα ανοιχτά των δυτικών ακτών της Aφρικής,… …   Dictionary of Greek

  • Ιγκέρ, ακρωτήριο — Ακραίο σημείο της Ιβηρικής χερσονήσου στον Βισκαϊκό κόλπο. Βλ. λ. Πυρηναία …   Dictionary of Greek

  • Μαλέας — Ακρωτήριο στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, απέναντι από τα Κύθηρα. Η κοινή του ονομασία είναι Κάβο Μαλιάς. Το ακρωτήριο ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια και λεγόταν Μαλέα άκρα. Στην περιοχή πνέουν συνήθως άνεμοι και η τρικυμία είναι… …   Dictionary of Greek

  • Καφηρέας — Ακρωτήριο στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρο. Ψηλό και απόκρημνο, αποτελεί απόληξη μιας χερσονησώδους προβολής του όρους Όχη. Η ονομασία Κάβο Ντόρο (χρυσό ακρωτήριο) είναι ιταλική. Προέρχεται, όπως υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Άκτιο — Ακρωτήριο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από την Πρέβεζα, που απέχει από αυτήν μόλις 725 μ. Στο ακρωτήριο υπήρχε από τον 5ο αι. π.Χ. ο περίφημος ναός του Ακτίου Απόλλωνα. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν ιππικοί… …   Dictionary of Greek

  • Ταίναρο — Ακρωτήριο του νομού Λακωνίας, στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Ταϋγέτου και της Πελοποννήσου. Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Ματαπάς, όνομα που διατηρεί έως σήμερα. Το T. είναι μια γλώσσα εδάφους μήκους 2½ μιλίων. Στο ανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • κούνελος — Ακρωτήριο της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο όριο του Κυπαρισσιακού κόλπου. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Κυπαρίσσιον άκρον ή Πλαταμώδης άκρα. * * * ο [κουνέλι] αρσενικό κουνέλι …   Dictionary of Greek

  • Αγάμμεια ή Αγάμμη — Ακρωτήριο κοντά στην Τροία, όπου ο βασιλιάς της Τροίας Λαομέδων είχε εκθέσει την κόρη του Ησιόνη για να τη φάει και να εξευμενιστεί το θαλάσσιο κήτος που λυμαινόταν την περιοχή. Ο Ηρακλής, που περνούσε από εκεί με τον Τελαμώνα, ελευθέρωσε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”